Friday 20 May 2011

B.Δ.Α.

Εισαγωγικό σημείωμα
Αυτή είναι η 2η μου προσπάθεια να γράψω ένα διήγημα. Η πρώτη ήταν πολλά, πολλά χρόνια πριν. Όπως και την πρώτη φορά, δεν είμαι ικανός να εφεύρω δικούς μου χαρακτήρες ούτε δική μου πλοκή. Κλέβω λοιπόν την ιστορία και τους πρωταγωνιστές από κάποιον πολύ καλύτερο μου - σκαρώνοντας εδώ μιά δική μου παραλλαγή.

Όποιος βαριέται να διαβάσει το δικό μου κατεβατό, μπορεί να πάει κατ ευθείαν στον επίλογο. Εκεί δίνω μερικά στοιχεία γιά το πρωτότυπο κείμενο. Ένα κείμενο που με έχει στοιχειώσει από τα χρόνια της εφηβείας μου.

* * * * *
Η Απαγωγή
Ηλιογεννημένη. Δεν μπορώ να φανταστώ άλλο επίθετο γιά εκείνη. Όταν την βλέπεις, σταματάει να γυρίζει ο κόσμος.
Είναι δέκα μέρες τώρα που έστειλα τους ανθρώπους μου με το καραβάνι στον δρόμο της επιστροφής, μένοντας πίσω στην πόλη της. Κράτησα μαζί μου τους πιό σβέλτους από τους ατσουπάδες μου - θα μου χρειαστούν.

Τις πρώτες μέρες τριγυρνούσα φαινομενικά άσκοπα στην πόλη, μαθαίνοντας όσο περισσότερα μπορούσα γιά εκείνη. Αναζητώντας ευκαιρίες να την ξαναδώ.
Τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν αρκετές φορές γιά να μάθω αυτό που ήθελα. Έβγαινε από το αρχοντόσπιτο των Δουκάδων ασυνήθιστα συχνά, σημάδι ότι κάτι αναζητούσε. Πάντα με την συνοδεία μιάς βάγιας. Δεν μπορούσα να της μιλήσω ανοιχτά, αλλά μου έδωσε αρκετά σημάδια. Το λουλούδι που κρατούσε στα χέρια της και άφησε δήθεν τυχαία να πέσει μπροστά στα πόδια μου, το λυχνάρι στο παράθυρο της που έμενε αναμμένο αργά την νύχτα - δείχνοντας μου την θέση του δωμάτιου της -, το φόρεμα της στα ίδια χρώματα με το δικό μου έμβλημα. Την στολή με το έμβλημα της γενιάς μου την είχα φορέσει μόνο την πρώτη μέρα που έφτασα εδώ - αλλά εκείνη την θυμόταν.
Πάνω απ' όλα το βλέμμα της. Το βλέμμα της που πετούσε σπίθες κάθε φορά που με αναγνώριζε στο πλήθος, μισή αναπνοή πριν χαμηλώσει πάλι τα μάτια.

Είχα κατασκηνώσει με την συνοδεία μου αρκετά μακρυά έξω από την πόλη γιά να μην δίνω στόχο. Τριγυρνούσα ανάμεσα στα σπίτια και την αγορά μόνο τις ώρες που χρειαζόμουν γιά να δω όσα ήθελα, μεταμφιεσμένος σε απλό έμπορο. Ούτε στολές, ούτε σπαθί, ούτε κανένα άλλο σημάδι που θα μπορούσε να προδώσει ποιός ήμουν.

Τελικά έφτασε η ευκαιρία που ζητούσα. Τα τρία αδέρφια της έφυγαν γιά κυνήγι, παίρνοντας μαζί τους σχεδόν όλο το προσωπικό του σπιτιού. Δυό μέρες μετά την αναχώρηση τους, έβαλα έναν από τους ατσουπάδες μου να σκαρώσει έναν καυγά στο κοντινό καπηλειό, παρασέρνοντας τους λιγοστούς φύλακες του σπιτιού της προς τα κει.
Τα υπόλοιπα ήταν εύκολα. Το σκοινί γιά να περάσω πάνω από τον ψηλό τοίχο, ένα σπρώξιμο στην βάγια που προσπάθησε να με εμποδίσει με φωνές, η πόρτα του δωμάτιου της που έσπασε από τους ώμους μου.
Με περίμενε. Ήξερε ότι θα ερχόμουν. Όταν στάθηκα σαν εισβολέας μπροστά της δεν έδειξε την παραμικρή έκπληξη.
Μόνο το σπίθισμα στα μάτια της ήταν πεντακάθαρο και διαρκές αυτήν την φορά. Με ένα ελαφρύ ειρωνικό χαμόγελο, σαν να μου έλεγε "άργησες"

Ήταν ήδη ντυμένη γιά πορεία και είχε ετοιμάσει ένα μικρό σεντούκι με τα πράγματα που δεν ήθελε να αποχωριστεί. Την έβαλα πισωκάπουλα στην φοράδα μου που περίμενε έξω από το αρχοντικό και φύγαμε καλπάζοντας. Οι άνθρωποι μου μας περίμεναν έξω από την πόλη. Είχαν ετοιμάσει την άμαξα γιά να ταξιδέψει η ηλιογεννημένη, τα άλογα και τις προμήθειες γιά ένα γρήγορο ταξίδι.

Υπολόγιζα ότι ο αγγελιοφόρος θα χρειαζόταν τουλάχιστον δύο με τρεις μέρες μέχρι να φέρει στα αδέρφια της το μαντάτο και ότι εκείνοι θα χρειάζονταν άλλη μία μέρα μέχρι να ξεκινήσουν την καταδίωξη. Αν ήμασταν τυχεροί, δεν θα μας έφταναν πριν φτάσουμε τα σύνορα της δικής μου πατρίδας. Είχαν πολλά με το μέρος τους, ήξεραν τα βουνά του τόπου τους καλύτερα από μένα και με τα άλογα τους ήταν ταχύτεροι από την άμαξα.

Η Μάχη
Μας πρόλαβαν μόλις μισή μέρα πριν περάσουμε τα σύνορα. Δεν είμαστε πολλοι. Εγώ, οι ατσουπάδες μου - αφοσιωμένοι σε μένα μέχρι θανάτου. Τα αδέρφια της δεν μπορούσαν να πάρουν μεγάλη συνοδεία, γιατί θα τους καθυστερούσε. Η δική τους ομάδα είναι περίπου τόσοι, όσοι κι εμείς.

Στεκόμαστε πατώντας γερά στο χώμα, τα σπαθιά γυμνά με χαμηλωμένες τις μύτες τους. Στην πλάτη μας, λίγα βήματα απόσταση, η άμαξα με την ηλιογεννημένη. Απέναντι μας τα αδέρφια της και 5 υπηρέτες. Αν και θα μπορούσε να ανοίξει την άμαξα και να τρέξει στα αδέρφια της (πως θα μπορούσα να την εμποδίσω; ) προτιμάει να μείνει εκεί. Προτιμάει την προστασία της δικής μου πλάτης από την αγκαλιά των αδερφών της.

Στην αρχή με ρωτάνε ποιός είμαι. Με αποκαλούν άπιστο και κλέφτη. Τους κατονομάζω την γενιά μου. Πατέρας μου είναι ο Harun al Rashid, θείος μου ο Καροήλης. Τώρα ξέρουν ότι έχουν να κάνουν με έναν σαρακηνό πρίγκηπα. Αλλά και η δική τους γενιά των Δουκάδων είναι ευγενική, με παρακλάδια που φτάνουν στο βυζαντινό παλάτι, στην Πόλη.

Γιά να μην γίνει μακελειό, συμφωνούμε να μονομαχήσω με έναν από τους αδερφούς της. Αν με σκοτώσει, θα πάρουν την ηλιογεννημένη αλλά θα αφήσουν τους ανθρώπους μου να γυρίσουν ανενόχλητοι στην πατρίδα - με το πτώμα μου. Αν τον σκοτώσω, θα κρατήσω την κόρη και οι άλλοι αδερφοί θα γυρίσουν πίσω.

Διαλέγουν τον πιό μικρό να με απαντήσει. Λέγεται Κωνσταντίνος και είναι δεν είναι 18 χρόνων. Έξυπνη επιλογή. Αν σκοτώσω τον μικρότερο, τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια θα μπορέσουν να συνεχίσουν την γενιά τους. Θα ήταν πολύ μεγαλύτερο πλήγμα γιά την οικογένεια, αν σκότωνα τον πρωτότοκο.

Ο Κωνσταντίνος είναι γρήγορος σαν ελάφι και ευλύγιστος σαν λυγαριά. Πολύ δυνατός γιά την ηλικία του. Αν και μόλις 11 χρόνια μεγαλύτερος του, ξέρω ότι δεν του παραβγαίνω στην γρηγοράδα. Είμαι όμως πιό έμπειρος στην μάχη και έχω την υπεροχή του λέοντα.
Παρατηρώ τα όπλα του. Οι βυζαντινοί είναι άριστοι οπλοτεχνουργοί, αλλά δεν φτάνουν τους σαρακηνούς. Το δικό μου σπαθί είναι φτιαγμένο στην Δαμασκό. Το ατσάλι του, με τα παράξενα νερά, μου χαρίζει ανεκτίμητο πλεονέκτημα.

Βάζω ένα επιλούρικο με τα χρώματα της γενιάς μου πάνω από το αλυσιδωτό λουρίκι. Ο Κωνσταντίνος φοράει φολιδωτό λουρίκι, ευάλωτο στα χτυπήματα του σπαθιού.

Από τα πρώτα χτυπήματα καταλαβαίνω ότι δεν είναι καθόλου εύκολος αντίπαλος. Είναι παλικάρι. Παλεύει μανιασμένα, αλλά παρά τον θυμό του δεν κάνει λάθη. Μπορώ να τον αποκρούσω εύκολα, αλλά ακόμα δεν κάνω καμμία επιθετική κίνηση.
Βρίσκομαι σε δίλημμα. Από την μιά, θέλω να ζήσω και να πάρω την ηλιογέννητη γιά γυναίκα. Από την άλλη, αν σκοτώσω τον αδερφό της, πως θα μπορέσω να την κυτάξω στα μάτια μετά; Περιορίζομαι λοιπόν στο να αποκρούω τις επιθέσεις του Κωνσταντίνου, ενώ το μυαλό μου δουλεύει πυρετωδώς να βρει μιά κάποια λύση.

Ιδρωμένος, σκονισμένος, αγκομαχώντας, προσπαθώντας να αποφύγω το ατσάλι που θέλει να με σκοτώσει, το μυαλό μου ξελαμπικάρει παράξενα. Τώρα ξέρω τι θέλω. Και επί τέλους, ξέρω ποιάν θέλω. Αν μπορέσω να ζήσω μαζί της, τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Προέχει όμως να βγω ζωντανός από την μάχη με τον αδερφό της.

Περιμένω μέχρι να διακρίνω τα πρώτα σημάδια της κούρασης πάνω του. Αργούν, αλλά κάποτε είναι εκεί. Τώρα ξέρω ότι μπορώ να τον ξεγελάσω πιό εύκολα. Πατάω γερά το αριστερό πόδι και προσποιούμαι ότι θα τον χτυπήσω από μπροστά. Ξέρω ότι βλέπει τα πόδια μου, ξέρω ότι θα αναγνωρίσει την προσποίηση και θα περιμένει το χτύπημα από δεξιά. Εκείνο που δεν ξέρει είναι ότι δεν θέλω να τον σκοτώσω, μόνο να τον αφοπλίσω. Τείνει το σπαθί του στα αριστερά γιά να αποκρούσει το χτύπημα που έρχεται. Του κάνω την χάρη χτυπήσω εκεί που με περιμένει, αλλά αυτό ακριβώς σημαίνει ότι το σπαθί μου χτυπάει με πλήρη ορμή στην μέση του δικού του.
Το βυζαντινό ατσάλι δεν αντέχει την κόψη του δαμασκηνού και διαλύεται σε τρία κομμάτια. Ο Κωνσταντίνος παραπατάει, κάνει ένα βήμα πίσω και σωριάζεται άοπλος μπροστά στα πόδια μου. Μιά ανάσα αργότερα, η μύτη του σπαθιού μου ακουμπάει την μεγάλη φλέβα στον λαιμό του. Με κυτάει με μάτια γεμάτα μίσος. Ίσως όχι τόσο γιά εκείνον που έκλεψε την αδερφή του όσο γιά εκείνον που τον νίκησε.

Ήρθε η στιγμή να επιβάλλω τους δικούς μου όρους. Ορκίζομαι την αγάπη μου γιά εκείνη. Ορκίζομαι ότι θα την αγαπώ και θα την τιμώ μέχρι τον θάνατο.
Γιά χάρη της είμαι έτοιμος να αλλαξοπιστήσω, να βαφτιστώ χριστιανός και να μείνω στην χώρα της. Θέλω όμως αυτό να γίνει αμέσως, στο κοντινότερο χωριό. Μαζί με την βάφτιση μου θα γίνει και ο γάμος.
Τα αδέρφια της είναι παλληκάρια. Δεν θέλω να σκοτώσω κανέναν, αντίθετα ζητάω την ευλογία τους γιά τον γάμο (με ένα σπαθί στον λαιμό του μικρότερου, δύσκολα θα μπορούσαν να αρνηθούν).

Γνέφουν καταφατικά, μετά ορκίζονται ένας προς έναν. Βοηθάω τον Κωνσταντίνο να σηκωθεί από την σκόνη.

Ο Γάμος
Στην κοντινότερη πόλη μας υποδέχονται στους δρόμους, τα μαντάτα της μάχης έχουν φτάσει πριν από μας. Όλοι θέλουν να δουν την κόρη που η ομορφιά της έκανε έναν πρίγκηπα να αλλαξοπιστήσει και να ξεχάσει την πατρίδα του.
Η εκκλησία και ο παπάς βρίσκονται γρήγορα. Οι κοπέλες του χωριού μαζεύουν λουλούδια γιά την αγαπημένη μου. Μία βεργόλικος έχει το ίδιο παράστημα με εκείνη και της χαρίζει το νυφικό της φόρεμα.
Στεφανωμένοι με στάχυα και λουλούδια γονατίζουμε μπροστά στον ιερέα, που μας ευλογεί χαμογελώντας.

Το γλέντι και το φαγοπότι ξεκινάνε αμέσως μετά. Μεγάλες φωτιές, ψηλές όσο δύο άντρες ανάβουν. Δεν υπάρχει κομπανία από πλανόδιους μουζικάντες, αλλά τα περισσότερα σπίτια έχουν τουλάχιστον από ένα λαβούτο και μιά λύρα.

Είναι η πρώτη φορά που μπορούμε να αγκαλιαστούμε και να φιληθούμε ελεύθερα, χωρίς να μας καταδιώκει κανείς. Άξιζε χίλες φορές η αναμονή, ξέρω ότι η ηλιογεννημένη είναι η γυναίκα της ζωής μου. Η πιο αστεία σκηνή του γλεντιού ήταν όταν μπήκαμε σε μιά σκηνή, και - ξαναμμένοι από τον χορό - αρχίσαμε τα παθιασμένα φιλιά και τα χάδια. Τα χείλια της έχουν υπέροχη γεύση και ξέρω από τώρα ότι θα πεθάνω χωρίς να έχω χορτάσει τα χάδια της. Εκεί που ανακαλύπταμε ο ένας το κορμί του άλλου, μπήκαν οι αδερφοί της με τις επίσημες στολές τους και το ύφος της ευθύνης στα πρόσωπα τους. Ήθελαν να μας μιλήσουν γιά γαμήλια δώρα και κληρονομιές, αλλά κατακοκκίνησαν μόλις μας είδαν και έφυγαν πισωπατώντας ;-) Το γαμήλιο δώρο το κρατούσα στα χέρια μου, τι άλλο να θέλω;

. . . .

Μένω ξάγρυπνος έξω από την σκηνή μας. Το γλέντι έχει τελειώσει, οι φωτιές έχουν σβήσει, οι άντρες έχουν αποκοιμηθεί. Ψάχνω όπως πάντα τον ξάστερο ουρανό γιά τον Φωτεινό Τοξότη, τον αγαπημένο μου αστερισμό. Στις δύο του άκρες ο Betelgeuse και ο Rigel, στην "ζώνη" του οι Alnitak, Alnilam και Mintaka.

Ξέρω ότι η σημερινή νύχτα είναι σημαδιακή. Η γυναίκα μου έμεινε έγκυος. Ένας διάττοντας διασχίζει τον ουρανό από την δύση προς την ανατολή. Τα άστρα δείχνουν την μοίρα του παιδιού μας.

Θα είναι γιός. Θα τον ονομάσουμε Βασίλειο, προς τιμή του ιεράρχη. Αργότερα θα κερδίσει κι άλλο όνομα, από την αποστολή που θα αναλάβει. Ακρίτης. Κι ένα τρίτο όνομα, επειδή θα κατάγεται από σαρακηνό πατέρα κι ελληνίδα μάνα. Διγενής.

Βασίλειος Διγενής Ακρίτης.


* * * * *
Επίλογος
Κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα - ανάμεσα στα 1870 και 1890 - βρέθηκαν σε διάφορους τόπους μερικά χειρόγραφα που έμελλε να χαρακτηριστούν σαν τα "ακριτικά τραγούδια". Τα χειρόγραφα βρέθηκαν στο Εσκοριάλ της Μαδρίτης, στην μονή Σουμελά / Τραπεζούντα, στην Οξφόρδη και στην Άνδρο. Έχουν μεταξύ τους αρκετές διαφορές, αλλά αυτές ας απασχολήσουν τους φιλόλογους.

Τα ακριτικά τραγούδια είναι έμμετρα έπη χιλιάδων στίχων. Η ιστορία που αφηγούνται πρέπει να διαδραματίστηκε κατά τον 10ο αιώνα - αν δεν είναι εντελώς αποκύημα φαντασίας. O τόπος όπου εξελίσσεται η ιστορία είναι τα σημερινα σύνορα Τουρκίας - Συρίας. Τότε ήταν βυζαντινή επαρχία.

Όπως και η Ιλιάδα, τα ακριτικά τραγούδια δεν έχουν γνωστό δημιουργό. Την εποχή που καταγράφηκαν (13ος αιώνας) κυκλοφορούσαν ήδη σε προφορική μορφή επί 300 χρόνια!!
Για συγκριση: τα ομηρικά έπη καταγράφηκαν το 800 π.Χ. και η ιστορία που αφηγούνται έγινε (αν) 500 χρόνια πριν, το 1300 π.Χ.

Τα ακριτικά τραγούδια αποτελούνται από το "Τραγούδι του Αμιρά", το "'Επος του Διγενή Ακρίτα" και το "'Ασμα του Αρμούρη".

Η δική μου ιστορία είναι μιά διασκευή του τραγουδιού του αμιρά. Το πρωτότυπο κείμενο διηγείται την ιστορία από την σκοπιά των αδελφών Δουκάδων (απ' όπου κατάγεται η μάνα του Διγενή). Εμένα συγκινεί περισσότερο η σκοπιά του αμιρά, δηλαδή του πατέρα του. Του αμιρά που ρισκάρισε τα πάντα γιά μιά γυναίκα.

Παραπομπές:
- Το βιβλίο του Σ. Αλεξίου, εκδ. Ερμής 1985 "Βασίλειος Διγενής Ακρίτης".
- Η ελλ. βικιπέδια έχει μιά περίληψη των τραγουδιών στο αντίστοιχο λήμμα.

Σημειώσεις:
- Ένα παλιό μου ποστ με παρόμοιες σκέψεις (γύρω από την γυναίκα που γιά χάρη της αξίζει να ζεις) βρίσκεται εδώ.

- Κράτησα τα ονόματα και σχεδόν όλες τις σκηνές (όπως αυτή με τα φιλήματα) από το πρωτότυπο έπος.

- Κάπου στον 10ο αιώνα εμφανίστηκαν στην Δαμασκό τα δαμασκηνά σπαθιά. Μέχρι σήμερα, ελάχιστοι τεχνίτες μπορούν να σφυρηλατήσουν δαμασκηνό ατσάλι. Αυτό το αξεπέραστο μίγμα ευλυγισίας και ακαμψίας, σκληράδας, αντοχής και μικρού βάρους. Το δαμασκηνό ατσάλι αναγνωρίζεται από τα "νερά" του.

- Ο "Φωτεινός Τοξότης" είναι η περσική ονομασία του Ωρίωνα

Γλωσσάρι:
απαντώ = αντιμετωπίζω
ατσουπάς = μαύρος σωματοφύλακας
βεργόλικος = νέος (το ανάστημα του ειναι λεπτό σαν βέργα, με την διευκρίνηση ότι ανάστημα = ηλικία)
επιλούρικο = ιμάτιο πάνω από τον θώρακα
λουρίκι = θώρακας

5 σχολια:

Περαστικός 20 May 2011 at 10:40  

Δεσποσύνες, σπαθιά δαμασκηνά και ιστορίες από τα παλιά,φευγάτη διάθεση θα είχες :) Ωραία η διασκευή σου, αλλά μάλλον στα φιλιά και στα χάδια ο νους σου :Ρ

scarlett 20 May 2011 at 11:22  

Βλεποντας τον τιτλο περιμενα κειμενο για τον Μαϊστρο ;)

Αλλά δεν ειναι σωστό να λες ότι δεν έχεις γραψει κειμενα αφηγηματικά δικά σου. Προσωπικά θυμάμαι μερικά ωραιότατα, άσχετα αν στηριζονται σε προσωπικες σου εμπειρίες.

Ωραία αφήγηση!

Τζων Μπόης 20 May 2011 at 12:08  

Πιστεύω ότι σου θα άρεσαν πολύ τα βιβλία του Γιώργου Λεονάρδου, ο οποίος εξειδικεύεται στην ιστορική μυθιστοριογραφία και περισσότερο ακόμα στην Βυζαντινή εποχή και δη στην Παλαιολόγεια...

...το δια ταύτα φυσικά είναι, όπως γράφεις κι εσύ μέσα στο κείμενο, "τα παθιασμένα φιλιά και τα χάδια"...

Keep walking!

Jolly Roger 20 May 2011 at 13:19  

Περαστικε, ειμαι αθωος. Το επος τα λεει ετσι - και μαλιστα εμμετρα ;-)

Scarlett, χαιρομαι που σε παραπλανησα με τον τιτλο ;-)
Στις αλλες ιστοριες (ευχαριστω για τον επαινο) δεν χρειαζονταν να εφευρω την πλοκη, ουτε τα προσωπα.

Η ιστορια στο ποστ δεν εχει καμμια, μα καμμια σχεση με μενα ;-)
Γι αυτο επρεπε να δανειστω την πλοκη απο τον Διγενη.

Τζων Μποη, ευχαριστω για την επισημανση με τον Γ. Λεοναρδο. Θα αγορασω τα βιβλια του στην πρωτη ευκαιρια.

Για τα φιλιά και τα χαδια ισχυουν οσα εγραψα και στον Περαστικο.

Ο Διγενης με συναρπαζει για εναν αλλο λογο. Στην εποχη μας, ακομα και το μεγα-σουπερ-χιτ οποιουδηποτε καλλιτεχνη μενει στην συλλογικη μας συνειδηση το πολυ για 30 χρονια.
Υποστηριζομενο μαλιστα απο εταιρειες, μαρκετιγκ, συμφεροντα κλπ. κλπ.

Το επος του Διγενη εμεινε στην συλλογικη μνημη δεκαπλασιο χρονο. 300 χρονια μεχρι την καταγραφη του - χωρις κανενα μαρκετιγκ. Συν αλλα 400 χρονια μετα την καταγραφη.

Δεν αποτελουν συμπτωσεις αυτα τα πραγματα.

* * * *
Υ.Γ. Για να γλυτωσω απο τα φριχτα υπονοουμενα σας (εγω το αθωο βρεφος ;-) ) σας παραθετω το επιμαχο αποσπασμα.

Δεν το θεωρω σαν το ωραιοτερο αποσπασμα απο το επος του Διγενη και το γραφω απο μνημης (ειμαι στην δουλειά τωρα). Αλλα τουλαχιστον ελπιζω να σας πεισω, οτι δεν φταιω εγω.


Και η κορη με τον αγουρον, μονοι των 'σ το κουβουκλιν

φιλουν, και οι βαγιες ραινουν τους μετα ροδοσταματων [*] [**]

και εδροσιζαν τα χειλη των εκ τον γλυκυν τον ποθον

και τοτε ως το ηκουσαν [***] οι γυναικαδελφοι του

εξαιφνης εξεπηδησαν απεσω εις το κουβουκλιν

και τον γαμπρον τους ηυρηκαν μετα της αδελφης των

και εκαμνασιν, το ηξευρετε, το καμνουν οι αγαπουντες

και εντραπηκαν τα αδελφια της και εσταθηκαν απ εξω

και ειχαν χαραν εξαιρετην, χαραν πολλα μεγαλην


[*] Τωρα αυτο το φανταζομαι σαν αντιερωτικο, αλλα ετσι λεει το επος

[**] Νομιζετε οτι μεγαλοφυης εκεινος στιχουργος που εγραψε το "σε ποτισα ροδοσταμο" ΔΕΝ ειχε διαβασει τον Διγενη;

[***] Φαντασου τι βογγητα εβγαζε η κορη, για να μπουκαρουν απροσκλητοι οι αδερφοι της στο "κουβουκλιν"

scarlett 20 May 2011 at 14:10  

Captain Jack Sparrow, αυτό το έκλεψα από τον αγαπητό εστέτ, και μου αρέσει, είπαμε να θυμάσαι το Άξιον Εστί, αλλά όχι και τον Διγενή σ'αυτή τη γλώσσα!

Έλεος!

  © Blogger template 'Solitude' by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP