Οδοιπορικό (στην Κρήτη)
Οι καλύτερες διακοπές είναι αυτές που ξυπνάς ένα πρωϊ και αναρωτιέσαι "τι είναι σήμερα, Παρασκευή ή Σεπτέμβρης;"
Κανένας δεν ενδιαφέρεται για την παρακάτω πληροφορία, αλλά το καλύτερο μέρος για να κάνεις δικοπές είναι ένας ελαιώνας. Τα βράχια είναι πολύ σκληρά, το αφράτο χώμα ενός αγρού σε λερώνει και έχει υγρασία, άμμος και βότσαλα είναι γενικά άβολα. Ο ελαιώνας είναι ιδανικός. Μαλακό, πατημένο, επίπεδο χώμα. Δροσερός την ημέρα, θερμός την νύχτα.
Βρήκαμε - εγώ και το τότε κορίτσι - έναν ελαιώνα που έφτανε σχεδόν στην Θάλασσα, λίγα χλμ έξω από το Ηράκλειο και "εγκατασταθήκαμε" εκεί για μερικές βδομάδες. Κάτι περιβόλια εκεί κοντά είχαν ένα πηγάδι. Οπότε από φαγητό (φρέσκα ζαρζαβατικά) και νερό είμασταν καλυμένοι.
Ένα μεγάλο μέρος της μέρας πήγαινε στην αναζήτηση και προετοιμασία τροφής. Κάποιοι που παραγγέλνουν ντηλίβερυ ακόμα και τον καφέ τους θα το θεωρήσουν αδιανόητο. Αλλά η συλλογή λαχανικών, η προετοιμασία της φωτιάς και το μαγείρεμα είναι εξαιρετικά χρονοβόρες διαδικασίες. Που να έπρεπε να καλλιεργήσουμε κιόλας για να φάμε...
Το υπόλοιπο της μέρας (και της νύχτας) το περνάγαμε με κολύμπι, κουβεντούλα, διαλογισμό και άφθονο σεξ. Ο διαλογισμός κάτω από μια ελιά είναι από τα πιο ωραία πράγματα. Ξαπλωμένος ανάσκελά, ολόγυμνος, μετράς μία-μία τις ακτίνες του ήλιου ανάμεσα στο πυκνό φύλλωμα. Γύρω σου κανένας ήχος - έξω από κάποιο μοναχικό τζιτζίκι, το θρόϊσμα των φύλλων και το σπάσιμο του νερού στα βότσαλα. Το βράδυ κάνεις το ίδιο, μετρώντας αστέρια αυτήν την φορά.
Για μέρες, για βδομάδες, καμία απολύτως επαφή με ανθρώπους. Κινητά; Είχαμε φυσικά! Βρίσκονταν στα βιβλία επιστημονικής φαντασίας και στο σταρ-τρεκ. Βιβλία; Δεν είχαμε. Όλον τον εξοπλισμό μας έπρεπε να τον κουβαλάμε στην πλάτη και τα βιβλία είναι πολύ βαριά.
Φαντάσου δύο γυμνούς, υγιείς, με καλυμμένες όλες τις ανάγκες τους (φαγητό, νερό, στέγη, σεξ), χωρίς να χρειάζεται να δουλέψουν, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς περιορισμούς, χωρίς αναστολές. Ολομόναχοι σε έναν ελαιώνα με περιβόλια δίπλα.
Δηλαδή ο Παράδεισος τι είχε παραπάνω; Μια μηλιά και ένα φίδι......
Φύγαμε κάποτε από εκεί. Όχι, δεν ήρθε ο Αρχάγγελος με την ρομφαία να μας διώξει. Απλά φύγαμε γιατί νιώσαμε ότι ήρθε η ώρα να φύγουμε.
Δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο όλο αυτό. Ούτε αυτός ο Παράδεισος ήταν μοναδικός, "μυστικός" τότε. Καμία σχέση με τις σημερινές αρχιμαλακίες που γράφουν "ανακαλύψτε τις 10 καλύτερες μυστικές παραλίες" και διάφορες τέτοιες παπαριές. Για την εποχή που μιλάω (που δεν είναι και τοοοοοοόσο μακρυνή), σχεδόν ΟΛΕΣ οι παραλίες της Ελλάδας ήταν έτσι.
Ναι μεν είμασταν νέοι και βαρβάτοι, αλλά πόσα χλμ μπορεί να καλύψει ένας βαρβάτος (φορτωμένος) νέος σε 2-3 μέρες ποδαρόδρομο; Ε, αυτή ήταν η απόσταση του ελαιώνα μας από το λιμάνι του Ηράκλειου, όπου είχαμε κατέβει από το φέρυ.
Ο ελαιώνας τελείωνε στον επαρχιακό δρόμο. Στην άκρη του δρόμου υπήρχε μια καθαρογραμμένη ταμπέλα "Πωλείται το παρόν τηλ. 123456, τιμή ΧΧΧ". Δεν θυμάμαι το νούμερο. Αλλά θυμάμαι πολύ καλά ότι αντιστοιχούσε σε τρία δικά μου μηνιάτικα. Τα μηνιάτικα ενός μπατίρη φοιτητή, όχι ενός βιομήχανου.
* * * *
Πέρασαν μερικά χρόνια, το κορίτσι άλλαξε. Ήθελα να δείξω στο καινούργιο κορίτσι, το πόσο όμορφη είναι η Κρήτη. Το φλόμωσα στις υποσχέσεις (θα δεις τι ωραία είναι εκεί που θα σε πάω) και το πήγα στο ίδιο μέρος.
Στον ίδιο παράδεισο.....
Μόνο που ο παράδεισος είχε φύγει. Ο ελαιώνας που διαλογιζόμουν κάτω από το φύλλωμα των λιόδεντρων είχε γίνει πάρκιγκ. Στην άκρη της παραλίας είχε χτιστεί ξενοδοχείο. Την παραλία την είχαν ξεσκίσει. Τα βότσαλα που ήταν εκεί τα είχαν πετάξει και την είχαν κάνει αμμουδιά (αργότερα έμαθα ότι αυτό είναι από τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά εγκλήματα). Τα βραχάκια τα είχαν ανατινάξει.
Είμασταν κουρασμένοι, η απαγοήτευση ήταν τεράστια. Η δική μου γι' αυτό που χάθηκε και του κοριτσιού γι' αυτό που δεν πρόλαβε να γνωρίσει.
Παρ' όλα αυτά αποφασίσαμε να καθήσουμε λίγο εκεί. Να ξεκουραστούμε λίγο και να πάμε παρακάτω.
Παρ' όλα αυτά αποφασίσαμε να καθήσουμε λίγο εκεί. Να ξεκουραστούμε λίγο και να πάμε παρακάτω.
Η παραλία γεμάτη φυσικά. Οχλοβοή, χλαπαταγή, ουρλιαχτά και καυσαέρια είχαν διώξει τα τζιτζίκια. Προσπάθησα να μπω στο νερό, να κολυμπήσω λίγο. Γύρισα πίσω αηδιασμένος, έχοντας βρέξει μόνο τον αστράγαλο μου. Δεν ήταν νερό αυτό για να κολυμπήσει κάποιος σαν εμένα.
Δίπλα μας μια νευρωτική ιταλίδα 30-35 χρονών μέ ένα ακόμα πιο νευρωτικό μπάσταρδο που έτρεχε και τσίριζε. Δεν ξέρω τι του έλεγε η μάνα του, κάποια στιγμή πήγε πίσω της και την κατούρησε στην πλάτη. Εν ψυχρώ. Μετά από τόσα χρόνια, ακόμα θυμάμαι το όνομα του μπασταρδάκου: Alessandro.
Αυτό ήταν και το τελικό σινιάλο για να τα μαζέψουμε και να φύγουμε, όσο κουρασμένοι και αν ήμασταν.
Φεύγοντας, ένιωσα χαρά. Ήταν η πρώτη μου απόδειξη (αργότερα ήρθαν κι άλλες) ότι είμαι πετυχημένος.
Θα μπορούσα την πρώτη φορά να διακρίνω το "κελεπούρι". Είχα την οικονομική άνεση να αγοράσω αυτόν τον ελαιώνα, να τον μοσχοπουλήσω για ξενοδοχείο και - ίσως - να μην χρειαστεί να ξαναδουλέψω στην ζωή μου. Δεν το σκέφτηκα αυτό, δεν μου πέρασε καν από το μυαλό, μου ήταν εντελώς αδιανόητο.
Θα μπορούσα την πρώτη φορά να διακρίνω το "κελεπούρι". Είχα την οικονομική άνεση να αγοράσω αυτόν τον ελαιώνα, να τον μοσχοπουλήσω για ξενοδοχείο και - ίσως - να μην χρειαστεί να ξαναδουλέψω στην ζωή μου. Δεν το σκέφτηκα αυτό, δεν μου πέρασε καν από το μυαλό, μου ήταν εντελώς αδιανόητο.
Γι αυτό θεωρώ τον εαυτό μου έξυπνο και πετυχημένο. Γιατί μόνο ένας ηλίθιος σκατέας θα σκεφτόταν να ανταλλάξει τον Παράδεισο με ένα τσουβάλι λεφτά. Φεύγοντας από το κωλομέρος είχα την απόδειξη στα χέρια μου: δεν είμαι από αυτούς που πουλάνε παραδείσους - για κανένα ποσό.
Και το ξαναλέω: Ο συγκεκριμένος ελαιώνας δεν ήταν καν κάτι μοναδικό, κάτι ιδιαίτερο. Τότε, ΟΛΗ η Ελλάδα ήταν έτσι. Δεν χρειάζεται να περιγράψω το πως είναι σήμερα ...
* * * *
Άλλη χρονιά, άλλο κορίτσι, η ίδια Κρήτη. Αυτήν την φορά στο νότιο μέρος. Παραλία με χοντρό βότσαλο και μια θαλασσοσπηλιά στην άκρη της. Κατι μποστάνια εκεί κοντά, πρόσφεραν πάλι απλόχερα τροφή και νερό.
Η θαλασοσπηλιά ήταν κάποτε όνειρο ζωής (τώρα όχι πια). Μια ζωή ήθελα να ζω με το κορίτσι μου σε μια θαλασσοσπηλιά. Αυτό ήταν πάντα το δικό μου παλάτι, το δικό μου όνειρο.
Πέρασαν πάλι μέρες, βδομάδες. Δύο γυμνοί ερωτευμένοι σε έναν παράδεισο, ολομόναχοι. Θάλασσα και Ήλιος. Τι άλλο χρειάζεσαι για να ζήσεις; Η παρομοίωση με τον παράδεισο χωλαίνει κάπως, γιατί εδώ δεν είχαμε περιβόλι. Μόνο παραλία και σπηλιά. Αλλά αυτά τα θεωρώ λεπτομέρειες.
Ενα πρωϊ ξύπνησα από κάτι φωνές. Ασυνήθιστο.... Άνθρωποι εδώ, στην ερημιά; Που βρέθηκαν;
Βγήκα από την σπηλιά και τράκαρα μούρη με μούρη με έναν παππού. Κρητικός, λεβέντης, ψηλός, με στιβάνια και μαύρο κεφαλομάντηλο. Άρχισε να μου τα λέει γρήγορα και ακατάληπτα, δεν καταλάβαινα γρυ. Τον παρακάλεσα ήρεμα να μου πει τι ήθελε.
Ήταν τσοπάνης. Και ΣΗΜΕΡΑ ήταν η μέρα του χρόνου (1Χ τον χρόνο γίνονταν αυτό) που θα έπλενε το κοπάδι του στην θάλασσα, 300 πρόβατα. Στην αρχή δεν κατάλαβα. Του είπα να πάει παραπέρα να πλύνει το κοπάδι του και να μας αφήσει ήσυχους. Μου εξήγησε - σαν να μίλαγε σε καθυστερημένο - ότι αυτό δεν γίνεται. Τα 300 πρόβατα ΕΠΡΕΠΕ να μπουν στην θαλασσοσπηλιά μας, γιατί αυτό ήταν το σύστημα του για να τα πλύνει. Αλλιώς θα του έφευγαν και θα έπρεπε να τα κυνηγάει στις ραχούλες.
Αρα εμείς έπρεπε να φύγουμε από την θαλασσοσπηλιά μας ΤΩΡΑ. Εκτός αν γουστάραμε την παρέα 300 προβάτων.
Προσπάθησα να κερδίσω χρόνο. Του είπα ότι χρειαζόμαστε 1 - 2 ώρες μέχρι να μαζέψουμε τα πράγματα μας. Πάλι λάθος μου. Μου εξήγησε ότι τα πρόβατα ήταν ήδη σχεδόν εκεί, και μέσα σε λίγα λεπτά θα έμπαιναν στην σπηλιά, είτε μου άρεσε είτε όχι.
Κάποια στιγμή ξύπνησε από τις φωνές μας και το κορίτσι. Βγήκε από την σπηλιά αγουροξυπνημένη και παραξενεμένη. Ολόγυμνη, όπως την έκανε η μάνα της. Ο τσοπάνης την είδε και έβαλε τις τσιρίδες. Επικαλέστηκε την Παναγία να τον βοηθήσει, σταυροκοπήθηκε πολλές φορές, γύρισε την πλάτη του και έφυγε φωνάζοντας.
Για μας ήταν ήδη αργά. Τα πρώτα πρόβατα ήταν ήδη εκεί. Εξήγησα με φωνές και χειρονομίες στο κορίτσι ότι έπρεπε να εγκαταλείψουμε την σπηλιά μας. Μάζεψα - σε κατάσταση πανικού - τα πράγματα μας και τα ανέβασα ψηλά σε έναν βράχο, για να μην τα φτάνουν τα πρόβατα. Εκείνη με βοήθησε όσο μπορούσε, ακόμα δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε. Ντύθηκε πρόχειρα άρον άρον, ανέβηκε στο βραχάκι και χάζευε τα πρόβατα.
Ο γέρος ήταν ο αρχιτσέλιγκας και είχε 4 βοηθούς. Αυτοί σαλαγούσαν τα πρόβατα μέσα στην σπηλιά μας, το φυσικό "μαντρί" για να μην δραπετεύσουν. Μοναδική έξοδος η θάλασσα.
Τσαντίλα, τσαντίλα, τσαντίλα. Πως τολμάει αυτός ο τύπος να πλένει τα πρόβατα του στο ΔΙΚΟ μας μέρος; Γιατί δεν έρχεται μια άλλη μέρα (σε 3 μήνες ίσως) που εμείς θα έχουμε φύγει; Τσαντίλα.....
Το κορίτσι προσπάθησε να με ηρεμήσει. Προσπάθησε - η φωνή της λογικής - να μου εξηγήσει ότι δεν είναι δυνατόν να αποφασίζω εγώ το πότε θα πλύνει τα πρόβατα του ο τσοπάνης.
Ο οποίος στο κάτω κάτω πλένει τα πρόβατα του σε αυτήν την σπηλιά εδώ και κάτι γενεές. Εμείς είμασταν οι παρείσακτοι, όχι αυτός.
Που να ακούσω εγώ ο χαζός εγωιστής την φωνή της λογικής. Τα πρόβατα βέλαζαν, είχαν ήδη γεμίσει την παραλία και την θαλασσοσπηλιά, κατουρούσαν και έχεζαν παντού.
Από την τσαντίλα μου όρμησα στο μόνο μέρος που νόμιζα ότι είχα διέξοδο: την Θάλασσα. Επεσα μέσα και άρχισα να κολυμπάω προς τα ανοιχτά. Ήθελα απλά να φύγω, να πάω κολυμπώντας στην Λιβύη, να εξαφανιστώ.
Λάθος μου, όπως αποδείχτηκε πολύ γρήγορα.........
Οι τσομπάνηδες ήταν καλά οργανωμένοι. Οι δύο νεότεροι μπήκαν στο νερό μέχρι την μέση. Με τα ρούχα τους και τα στιβάνια τους, δεν είχαν μαγιώ και τέτοιες μοντερνιές.
Οι δύο μεγαλύτεροι έμειναν στην παραλία και εξωθούσαν με φωνές και χειρονομίες τα καημένα τα προβατούκια να πέσουν στο νερό - αυτά φυσικά φοβόντουσαν και δεν ήθελαν.
Οι δύο μεγαλύτεροι έμειναν στην παραλία και εξωθούσαν με φωνές και χειρονομίες τα καημένα τα προβατούκια να πέσουν στο νερό - αυτά φυσικά φοβόντουσαν και δεν ήθελαν.
Μόλις ένα πρόβατο έφτανε στον βοηθό που ήταν στο νερό, αυτός το άρπαζε από το μαλλί και το βούταγε κάτω από το νερό για 2-3 φορές. Ενα φυσικό βάπτισμα. Αφού το κράταγε κάτω από το νερό για λίγα δευτερόλεπτα, το άφηνε και έπιανε το επόμενο.
Τα καημένα τα προβατάκια κατάπιναν αλατόνερο και μετά, "βαφτισμένα" έβγαιναν τρέχοντας πάλι στην παραλία. Μουσκεμένα, αναστατωμένα, βήχοντας και βελάζοντας. Υποθέτω ότι το νόημα όλης της διαδικασίας ήταν να φύγουν τα παράσιτα από τo μαλλί τους.
Το μεγάλο πρόβλημα το είχα εγώ, αλλά δεν το ήξερα ακόμα....
Πρώτον το κρύο θαλασσόνερο με επανέφερε στα λογικά μου. Κατάλαβα ότι η αντίδραση μου ήταν παιδιάστικη, εγωιστική και οτι ο τσομπάνης είχε δίκιο.
Δεύτερον, πόσο να κολυμπήσεις; Η Λιβύη είναι 3.000 μίλια μακρυά. Δεξιά και αριστερά από την παραλία κάθετοι τοίχοι από βράχια.
Αρα έπρεπε να γυρίσω πίσω στην παραλία. Αλλά εκεί ήταν τα πρόβατα :-)
Ηδη από τα 200 μέτρα απόσταση το νερό είχε γίνει θολό και μύριζε προβατίλας. Οσο πλησίαζα την ακτή, τόσο περισσότερη η μπόχα και οι τρίχες. Στα 100 μέτρα από την ακτή, η επιφάνεια του νερού είχε αλλάξει. Πάνω από το νερό βρίσκονταν 2 δάχτυλα προβατίσιο λίπος. Το λίπος δεν διαλύεται στο νερό. Επιπλέει.
Κάτω από την επιφάνεια το νερό ήταν γεμάτο τρίχες.
Πως να κολυμπήσω; Με κλειστό το στόμα και την μύτη; Δεν γίνεται. Γιατί αν κρατήσω με το ένα χέρι την μύτη, θα πρέπει να κολυμπάω πολύ αργά με το άλλο χέρι - δηλαδή περισσότερη ώρα μέσα στο προβατίσιο λίπος. 100 μέτρα από την ακτή είναι πολύ μεγάλη απόσταση για να την κάνεις μονορούφι κάτω από το νερό. Κάθε φορά που έβγαινα στη επιφάνεια, μερικά δάχτυλα προβατίσιου λίπους κόλλαγαν στα μαλλιά μου και στο δέρμα μου.
Βγήκα κάποτε από το νερό όπως τα καημένα τα προβατούκια. Βήχοντας και φτύνοντας αλατόνερο και λίπος.
Καθώς έβγαινα βίωσα και την τελευταία πράξη αυτού του προβατο-τελετουργικού: Εχοντας "βαφτίσει" όλα τα προβατούκια (τα οποία είχαν πλέον κάπως ηρεμήσει, και λουφάξει στην άκρη της παραλίας), οι δύο νεότεροι τσοπάνηδες έπεσαν στο νερό και κολύμπησαν μερικά μέτρα. Ναι, έτσι όπως ήταν. Οριτζινάλε!
Με τα στιβάνια τους και τα παντελόνια τους. Αφού τελείωσαν οι δύο νεότεροι το κολύμπι τους, ήρθε η σειρά των μεγαλύτερων. Οι νέοι βγήκαν στην παραλία και φύλαγαν τα πρόβατα, οι μεγάλοι μπήκαν στο νερό - στιβάνια, πουκαμισα, μαντήλια κλπ - και κολύμπησαν και αυτοί στο προβατολίπος.
Τελευταίος από όλους μπήκε ο παππούς - τσέλιγκας. Αυτός που μας είχε βγάλει από την σπηλιά μας το πρωϊ. Μπήκε κι αυτός στο νερο / λίπος, έκανε τις απλωτές του, βγήκε. Μετά μάζεψαν όλοι μαζί τα πρόβατα τους και εξαφανίστηκαν στην ανηφόρα, προς το μαντρί τους.
Πίσω έμειναν τα πράγματα μας φύρδην μύγδην. Ψηλά στον βράχο δεν τα έφταναν τα πρόβατα.
Μαζί με το κορίτσι που είχε ντυθεί πρόχειρα, κάθονταν αναπαυτικά δίπλα στα πράγματα και παρακολουθούσε από ψηλά με ενδιαφέρον το χάπενινγκ του "εμβαπτισμού 300 προβάτων, 5 τσομπάνηδων και ενός ηλίθιου νοτίως της Κρήτης".
Μαζί με το κορίτσι που είχε ντυθεί πρόχειρα, κάθονταν αναπαυτικά δίπλα στα πράγματα και παρακολουθούσε από ψηλά με ενδιαφέρον το χάπενινγκ του "εμβαπτισμού 300 προβάτων, 5 τσομπάνηδων και ενός ηλίθιου νοτίως της Κρήτης".
Και .... εγώ. Πασαλειμμένος με 3 δάχτυλα ολόφρεσκου, μυρωδάτου προβατίσιου λίπους από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Στην κυριολεκτική κυριολεκτικότητα. Πιο πλήρης ολόσωμη κάλυψη με λίπος δεν μπορούσε να υπάρξει. Και που να πλυθώ; Στην θάλασσα; Και με τι να ντυθώ; Πέντε τι-σερτ και πέντε σώβρακα είχα μαζί μου (ποιός χρειάζεται περισσότερα, αφού όλη την ημέρα την περνάγαμε ξεβράκωτοι; ). Ποιο από αυτά να πέντε να χαλάσω;
* * * *
Πέρασαν κι άλλα χρόνια, άλλο κορίτσι. Πάλι στο ίδιο μέρος. Στην παραλία με την θαλασσοσπηλιά και τα πρόβατα. Σαν τον δολοφόνο που γυρνάει ξανά και ξανά στον τόπο του εγκλήματος. Αυτήν την φορά γύρναγα για να (ξανα)γελάσω με τον εαυτό μου.
Ξενοδοχείο φυσικά. Η παραλία γεμάτη κόσμο. Χλαπαταγή, ορυμαγδός, πλαστικό, τσιμέντο, βρώμα, σκουπίδι, μουσική ντάπα-ντούπα.
Την θαλασσοσπηλιά την είχαν ανατινάξει. Γιατί ρε σκατέα, τι σας έφταιγε ο βράχος;
Η θάλασσα ήταν πιο βρώμικια από τότε που είχαν πλύνει 300 πρόβατα μέσα της.
Φεύγοντας, αηδιασμένος, σκέφτηκα τον γέρο τσοπάνη. Που να πλένει άραγε τα πρόβατα του σήμερα;
* * * *
Υ.Γ. Οχι, δεν πρόκειται για κάποια επιστροφή στα μπλογκ. Περνάω άσχημα (όχι η πανδημία δεν έχει καμμία σχέση με αυτό) και το να γράφω σε μπλογκ είναι το τελευταίο που θα με ενδιέφερε. Αλλά αυτές οι τέσσερις ιστορίες από το μακρυνό παρελθόν τριβελίζουν το μυαλό μου αυτές τις μέρες.
Ισως πρόκειται για μια μορφή αυτοάμυνας. Το μυαλό προσπαθεί να παραμερίσει τις μαύρες σκέψεις του σήμερα και δραπετεύει σε ένα μακρυνό παρελθόν, πιο αστείο, πιο ανάλαφρο.
Θέλησα να καταγράψω αυτές τις ιστορίες, για να γελάω μαζί τους (και μαζί μου) όταν γίνω 120 χρονών. Δηλαδή σε 3 χρόνια από σήμερα.